- περι-πλώω
περι-πλώω, ion. u. poet. statt περιπλέω, Her. 4, 42. 8, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πλώω, ion. u. poet. statt περιπλέω, Her. 4, 42. 8, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek