- περι-ποίκιλος
περι-ποίκιλος, rings od. sehr bunt, bunt geringelt, Xen. Cyn. 5, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ποίκιλος, rings od. sehr bunt, bunt geringelt, Xen. Cyn. 5, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιποίκιλος — ον, Α αυτός που φέρει πολλά ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποικίλος «πολύχρωμος»] … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
περιδαίδαλος — ον, Α ο στολισμένος ολόγυρα και σε όλη του την έκταση με πολλά σχέδια και διακοσμητικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαίδαλος «ποικίλος»] … Dictionary of Greek
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek