- ἀν-ωδυνία
ἀν-ωδυνία, ἡ, Schmerzlosigkeit, Protag. bei Plut. cons. Apoll. p. 360; Medic. Bei Pind. P. 3, 6 steht jetzt νωδυνία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ωδυνία, ἡ, Schmerzlosigkeit, Protag. bei Plut. cons. Apoll. p. 360; Medic. Bei Pind. P. 3, 6 steht jetzt νωδυνία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιωδυνία — η πόνος τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία, υπερ ωδυνία. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
φαλλωδυνία — η, Ν ιατρ. νευραλγία τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία] … Dictionary of Greek
κοκκυγωδυνία — η ιατρ. πόνος που εντοπίζεται στον κόκκυγα και οφείλεται σε νευραλγία τών οπίσθιων κλάδων τών ιερών νεύρων ή σε βλάβη τού ίδιου τού κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccygodynia < coccyg(o) (< κοκκυγ < κόκκυξ) + odynia (πρβλ … Dictionary of Greek
ονειρωδυνία — η εφιάλτης κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη)] … Dictionary of Greek
οφθαλμωδυνία — η οφθαλμαλγία, πονόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmodynie (< οφθαλμός + ωδυνία < ώδυνος < οδύνη)] … Dictionary of Greek