περι-πλάσσω

περι-πλάσσω

περι-πλάσσω, att. -ττω, herum, darüber kleben, anthun; περίπλασον αὐτοῖς ἔξωϑεν ἑνὸς εἰκόνα, Plat. Rep. IX, 588 d; περιπεπλασμέναι ψιμυϑίοις, geschminkt, Eubul. bei Ath. XIII, 557 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιπλάσσω — και αττ. τ. περιπλάττω Α 1. πλάθω κάτι γύρω από κάτι άλλο, τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσκολλώ («οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῡ ζῷον ὑφιστᾱσι τῶν στερεών τι σωμάτων, εἶθ οὕτω περιπλάττουσιν», Αριστοτ.) 2. μτφ. μεταβάλλω («περιπλάσσειν τι χρηστοῑς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”