ἀμφί-αλος

ἀμφί-αλος

ἀμφί-αλος, Hom. fünfmal, Versansg Od. 21, 252 ἐν αὐτῇ | ἀμφιάλῳ Ἰϑάκῃ, mitten im Verse, an derselben Stelle ἐν ἀμφιάλῳ Ἰϑάκῃ 1, 386. 395. 401. 2, 293, rings vom Meere umflossen, vgl. ἀμφί;Ποτειδᾶνος τεϑμοί die auf dem Isthmus gefeierten Spiele Pind. Ol. 15, 39; Λήμνου πέδον Soph. Phil. 1450; sp. D., z. B. πέτραι Opp. H. 1, 122; Xen. Hell. 4, 2, 13 vom Isthmus, der auf beiden Seiten das Meer hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έφαλος — ἔφαλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ ἔφαλον», Ομ. Ιλ. β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔφαλος (ενν. γῆ) η παραλία, η ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί… …   Dictionary of Greek

  • ωκύαλος — ο / ὠκύαλος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αραχνιδίων αρχ. 1. ταχύπλοος («ὠκυάλων νεῶν», Σοφ.) 2. ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παράγωγο τού επιθ. ὠκύς «γρήγορος» με κατάλ. αλος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πάραλος — Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα… …   Dictionary of Greek

  • Αμφίαλος — Ἀμφίαλος, ο (Α) ανδρικό όνομα, ήδη μυκηναϊκό (a pi a ro). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἅλς, ἁλὸς «θάλασσα»] …   Dictionary of Greek

  • αμφίαλος — ἀμφίαλος, ον (Α) 1. (για νησιά) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα 2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες («ἀμφίαλος Κόρινθος») 3. (κυρίως για ζώα) αυτός που ζει στις θάλασσες 4. φρ. «ἀμφίαλοι Ποτειδᾱνος τεθμοί», οι αγώνες τών Ισθμίων, τα …   Dictionary of Greek

  • εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”