- ἀμφί-κερα
ἀμφί-κερα, λαίφη, die um die Segelstangen (κέρας) gewickelten Segel, Qu. Sm. 14, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-κερα, λαίφη, die um die Segelstangen (κέρας) gewickelten Segel, Qu. Sm. 14, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό … Dictionary of Greek