ἀμφ-αγείρομαι

ἀμφ-αγείρομαι

ἀμφ-αγείρομαι, Hom. im aor. Iliad. 18, 37 ϑεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, versammelten sich um Thetis; Ap. Rh. 4, 1527; Opp. hat daraus ein praes. ἀμφαγέρονται gemacht, z. B. Hal. 3, 231.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφαγείρομαι — ἀμφαγείρομαι (Α) συναθροίζομαι γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή τού σχηματιστικού επιθήματος θ και γενίκευση τού η για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”