ἀμφ-ελίσσω

ἀμφ-ελίσσω

ἀμφ-ελίσσω, att. -ελίττω (s. ἑλίσσω), umwinden, χεῖράς τινος, die Hände um Einen schlingen, Eur. Audr. 426; γνάϑους τέκνοις Pind. N. 1, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφελίσσω — ἀμφελίσσω (Α) (ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἑλίσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός] …   Dictionary of Greek

  • αμφελελίζω — ἀμφελελίζω (Α) αναταράσσω, ταρακουνάω, κραδαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἐλελίζω «περιστρέφω, αναταράσσω», ποιητ. τ. τού ρ. ἑλίσσω με αναδιπλασιασμό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”