περι-παθής

περι-παθής

περι-παθής, ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαϑεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαϑὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιπαθής — ές, ΝΜΑ 1. γεμάτος πάθος, αυτός τού οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν. γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.) αρχ. 1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῑς… …   Dictionary of Greek

  • υπερπαθής — ές, ΜΑ πάρα πολύ λυπημένος. επίρρ... ὑπερπαθῶς Μ με υπερπαθή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παθής (< πάθος), πρβλ. περι παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”