- προ-πομπός
προ-πομπός, begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., γυμνός εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; ἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνϑάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πομπός, begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., γυμνός εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; ἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνϑάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπομπός — καταπομπός, ὁ (Α) πάπ. αυτός που φέρνει ή παραδίνει κάτι σε κάποιον («καταπομπὸς οἴνου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πομπός (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ανα πομπός, προ πομπός] … Dictionary of Greek
παραπομπός — ό / παραπομπός, όν, ΝΜΑ αυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμου β. «παραπομπούς... ναῡς», Πολ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός … Dictionary of Greek
προπομπεύω — Α 1. προπορεύομαι σε πομπή 2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον με πομπή 3. συνοδεύω κάποιον για παροχή προστασίας και για λόγους ευγενείας 4. θριαμβεύω, στέφομαι με λαμπρή επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πομπεύω «συνοδεύω ως πομπός»] … Dictionary of Greek