ἀμυντήριος

ἀμυντήριος

ἀμυντήριος, vertheidigend, ὅπλα, Vertheidigungswaffen, Plat. Legg. XII, 944 d; τὸ ἀμ., Schutzwehr, Polit. 279 c; Pol. 18, 32; φάρμακον ἀμυντήριον γήρως, Mittel zur Abwehr des Alters, Ael. N. A. 6, 51; vgl. 12, 32; ἀμυντήριον ἐξ ἀπόρων 3, 22. Nach VLL. heißen ὀδόντες ἀμ. die Hauer des Ebers, Gewehr, in der Jägersprache.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμυντήριος — ἀμυντήριος, ον (Α) [ἀμυντήρ] 1. ο κατάλληλος για άμυνα, αμυντικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμυντήριον α) μέσον άμυνας β) οχύρωμα, προπύργιο γ) αντιφάρμακο, αντίδοτο δ) αμυντικό όπλο ε) διέξοδος, διαφυγή …   Dictionary of Greek

  • ἀμυντήριος — defensive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντηρίους — ἀμυντήριος defensive masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμυντήριον — ἀμυντήριον , ἀμυντήριον defensive neut nom/voc/acc sg ἀμυντήριον , ἀμυντήριος defensive masc/fem acc sg ἀμυντήριον , ἀμυντήριος defensive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντήριον — defensive neut nom/voc/acc sg ἀμυντήριος defensive masc/fem acc sg ἀμυντήριος defensive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • αμυντήρ — ἀμυντὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. ό,τι χρησιμεύει για την άμυνα μας, αμυντικό μέσο, υπερασπιστής 2. (στον πληθυντικό) οἱ ἀμυντῆρες τα μπροστινά οξέα μέρη τών κεράτων τού ελαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυντήριος] …   Dictionary of Greek

  • ՎՐԻԺԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0835 Chronological Sequence: 6c, 9c, 10c, 14c ա.գ. κολαστής castigator, ultor ἁμυντήριος idoneus vindictae. Վրէժխնդիր ոք, եւ գործի նորին. պատժողական ինչ. եւ Զէն հարկանելոյ եւ պաշտպանելոյ. *Ի վերայ անցեալ նստին վրիժակք արեան. Փիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀμυντηρίοις — ἀμυντήριον defensive neut dat pl ἀμυντήριος defensive masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντηρίου — ἀμυντήριον defensive neut gen sg ἀμυντήριος defensive masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντηρίωι — ἀμυντηρίῳ , ἀμυντήριον defensive neut dat sg ἀμυντηρίῳ , ἀμυντήριος defensive masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”