περι-πευκής

περι-πευκής

περι-πευκής, ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιπευκής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός 2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός 3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε πευκής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”