περι-πετής

περι-πετής

περι-πετής, ές, 1) hineinfallend, -gerathend, τινί, z. B. in Netze, od. übertr., in Unglück, δεινῷ, Dem. epist. 5 A; γίγνεσϑαι περιπετῆ τινι, = περιπίπ τειν, Plut. Pomp. 62 u. öfter; auch περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ, Jem. in seine Hände bringen, Marcell. 26. – Uebh. darum herumfallend, so daß man es rings umgiebt, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προςκείμενον ὁρῶμεν Αἵμονα, Soph. Ant. 1208, daliegend, indem er sie umfaßt hält; – u. pass., durch etwas Herumgeworfenes rings umhüllt, bedeckt, πέπ λοισι περιπετής, Aesch. Ag. 225; gewagter Soph. Ai. 891, ἐν γάρ οἱ χϑονὶ πηκτὸν τόδ' ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ; das Schwert, in welches Ajas sich gestürzt hat, so daß es von seinem Leibe umgeben ist. – 2) umschlagend, sich plötzlich ändernd, von den Glücksumständen der Menschen; ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας, Eur. Andr. 983, wie περιπετέα ἐποιήσαντό σφισι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα, schneller Glückswechsel, Her. 8, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… …   Dictionary of Greek

  • περιπετής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον 2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …   Dictionary of Greek

  • αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”