ἀντί-παλος

ἀντί-παλος

ἀντί-παλος (πάλη) 1) gegenringend, κράτος Aesch. Prom. 526; vgl. Pind. Ol. 8, 71; Epigr. bei Dem. 18, 289; , Gegner, Widersacher, Feind, Aesch. Sept. 399; Pind. N. 11, 26 u. sonst bei Dichtern; auch Thuc. u. Xen. oft (obgleich Poll. diesen Gebrauch σκληρόν nennt); Plat. Menex. 240 a; Alc. I, 119 e; Pol. u. Plut. τὸ ἀντίπαλον, die Gegenpartei. Gew. τινί, auch πρός τι. γνῶμαι ἀντίπαλοι πρὸς ἀλλήλας, einander widerstreitende Ansichten, Thuc. 3, 49; τινός Eur. Alc. 925. – 2) gegen etwas ankämpfend, schützend, φάρμακον γοητείας ἀντ. Palld. 113 (X, 50). – 3) im Kampfe gewachsen, παρασκευή Thuc. 4, 10; κίνδυνος 4, 73; μάχη, unentschieden, 7, 71; ἀντίπαλα ναυμαχεῖν, ein unentschiedenes Seetreffen liefern, 7, 34; ναυμαχία Lys. 2, 38; übh. entsprechend, ἤϑη (μεγάλῃ πόλει) ἀντίπαλα Thuc. 2, 61; vgl. Eur. I. T. 431 ποιναί; τὴν πολιτείαν εἰς ἀντίπαλον καϑιστάναι, ins Gleichgewicht bringen, Plut.; Thuc. 7, 13 ἐπειδὴ ἐς ἀντίπαλα καϑεστήκαμεν, nachdem wir den Feinden an Kräften gleich geworden; vgl. 4, 117; ἀντίπαλος τριήρης, gleichgroßes Kriegsschiff, 4, 120. – Adv. ἀντιπάλως, im Ggstz von ὑποδεεστέρως, Thuc. 8, 87. – Bei Aesch. Spt. 417 der Vertreter im Kampf.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόπαλος — η, ο (Α ισόπαλος, ον) ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα νεοελλ. ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος. επίρρ... ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως) με ισοπαλία, με ίση επίδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλος (< πάλη), πρβλ. αντί παλος …   Dictionary of Greek

  • αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”