- περι-πωμάζω
περι-πωμάζω, mit dem Deckel rings zudecken, Theophr.; s. das Folgde u. Lob. Phryn. p. 671.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πωμάζω, mit dem Deckel rings zudecken, Theophr.; s. das Folgde u. Lob. Phryn. p. 671.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπεπωμασμένοι — περί πωμάζω furnish with a lid perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπωμάζω — ΜΑ καλύπτω κάτι εντελώς με πώμα («δέον τὰ στόμια ἤ περιοικοδομῆσαι ἤ περιπωμάσαι», Φίλ.) αρχ. παθ. περιπωμάζομαι α) καλύπτομαι εντελώς β) περικλείομαι («ἀποπνίγονται... ἐὰν περιπωμασθῇ ὀλίγος ἀήρ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πωμάζω (<… … Dictionary of Greek