ἀντ-έχω

ἀντ-έχω

ἀντ-έχω (s. ἔχω u. vgl. αντίσχω), entgegenhalten, χεῖρα κρατός Soph. O. C. 1647; – bes. intrans., ausdauern, aushalten, τινί, τὸ σῶμα τῇ ταλαιπωρίᾳ ἀντέχει Thuc. 2, 49; τῷ πόνῳ Plat. Tim. 81 d; Xen. Ag. 11, 10; Luc. Nigr. 27; ἐπιϑυμίαις 19; τοῖς ἐναντίοις, den Gegnern Widerstand leisten, ἐπὶ πολὺ ἀντεῖχον ἀλλήλοις Thuc. 6, 70; Xen. Hell. 4, 6, 2; πρὸς τοὺς καμάτους Herodian. 3, 6, 22; oft absol., Stand halten, sich halten, dem ἀναχάζεσϑαι entgegengesetzt, Xen. Cyr. 7, 1, 24; vgl. Aesch. Pers. 410; Thuc. 2, 70. 6, 69; Dem. 1, 25 (VVL. σώζεσϑαι); auch λίϑος ἐν πυρί Xen. Mem. 4, 7, 7; dah. οὐκ ἐπὶ πολὺ ἀντέχει. es hält nicht lange gegen, dauert nicht, Thuc. 2, 64; ἔςτ' ἂν αἰὼν ὁ ὐμὸς ἀντέχῃ Eur. Alc. 346; ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ στρατῷ, er lieferte nicht hinlängliches Wasser, Her. 7, 108, u. so auch ποταμὸν οὐκ ἀντισχόντα τῇ στρατιῇ τὸ ῥέεϑρον ἀλλ' ἐπιλιπόντα 7, 58, wo Einige erkl.: der mit seinem Strome dem Heere keine Hindernisse in den Weg legte; ἀντέχειν περί τινος, auf etwas bestehen, Xen. Hell. 2, 2, 16. – Med., vor sich als Schutzmittel (dem Feinde entgegen) halten, ἀντίσχεσϑε τραπέζας ἰῶν, haltet euch die Tische vor zum Schutze gegen die Pfeile, Od. 22, 74. – Gew. τινός, sich an etwas halten, ϑυγατρός Eur. I. A. 1367; ϑυρῶν Ar. Lys. 161; vgl. Ach. 1086; übertr., Ἡρακλέος, dem Herakles anhangen, ihn verehren, Pind. N. 1, 33; τῆς ἀρετῆς, der Tugend anhangen, Her. 1, 134; Xen. Cyr. 3, 2, 27; τῆς ἀληϑείας Plat. Phil. 58 e; χρημάτων Xen. Mem. 3, 5, 8; τ οῦ πολέμου Her. 7, 53; τῆς φύσεως, der Natur folgen, Plat. Legg. VI, 773 e; τῆς ϑαλάττης, sich auf das Seewesen legen, Thuc. 1, 13; τῆς ϑαλάσσης ἀνϑεκτέα 1, 93; Pol. 3, 96 u. öfter; Gegensatz καταφρονεῖν Matth. 6. 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • τίποτα — και τίποτε άκλ., αόρ. αντ. 1. κάτι, κατιτί: Είπες τίποτα; 2. (σε αρν. φρ.) μηδέν, ούτε γρυ: Δεν έμαθα τίποτε. 3. (ως επίθ.), λίγα, μερικά, κάμποσα: Χρειάζεσαι τίποτε λεφτά; 4. σπουδαίο, σημαντικό, αξιόλογο: Έχω πυρετό, αλλά δεν είναι τίποτε. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”