- περι-πτώσσω
περι-πτώσσω, sehr fürchten, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πτώσσω, sehr fürchten, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπτώσσω — Α κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, φοβάμαι πολύ, καταπτήσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτώσσω «συστέλλομαι, πτοούμαι»] … Dictionary of Greek