περι-πτύσσω

περι-πτύσσω

περι-πτύσσω, umfalten, umhüllen, rings umschließen u. bedecken; κατηρεφεῖ τύμβῳ περιπτύξαντες, Soph. Ant. 877; χέρας, Eur. Alc. 351; auch πέπλοι δέμας περιπτύσσοντες, Hec. 735; u. τί τινι, Pors. Eur. Med. 1203; περιπτύξαντες ἀμφοτέρωϑεν, umzingeln, Xen. An. 2, 10, 9; im med., Plat. Conv. 196 a, wie Xen. Cyr. 7, 1, 26; umarmen, περιπτύξασα ἠσπάσατο αὐτούς, Pol. 10, 4, 6, wie περιέπτυξε ταῖς χερσί, 13, 7, 8; Luc. D. D. 4, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… …   Dictionary of Greek

  • μαλακοπτυχής — μαλακοπτυχής, ές (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”