- περι-πρήθω
περι-πρήθω, poet. statt περιπίμπρημι, Qu. Sm. 11, 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πρήθω, poet. statt περιπίμπρημι, Qu. Sm. 11, 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπρήθω — Α καίω κάτι από όλες τις πλευρές, πυρπολώ, περιπίμπρημι.* [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρήθω «κάνω κάτι να ανάψει»] … Dictionary of Greek