- περυσινός
περυσινός, vom vorigen Jabre, jährig; Ar. Ran. 984; ἄρχοντες, Plat. Legg. IX, 855 c; Babr. 89, 5, ἔφηβος, Poll. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περυσινός, vom vorigen Jabre, jährig; Ar. Ran. 984; ἄρχοντες, Plat. Legg. IX, 855 c; Babr. 89, 5, ἔφηβος, Poll. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περυσινός — of last year masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινός — και περσυνός, ή, ό / περυσινός και περσυνός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσινός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε νεοελλ. φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.… … Dictionary of Greek
περυσινά — περυσινός of last year neut nom/voc/acc pl περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc/acc dual περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινῶν — περυσινός of last year fem gen pl περυσινός of last year masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινόν — περυσινός of last year masc acc sg περυσινός of last year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσιναῖς — περυσινός of last year fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινοί — περυσινός of last year masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινοῦ — περυσινός of last year masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινούς — περυσινός of last year masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινῆς — περυσινός of last year fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περυσινῇ — περυσινός of last year fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)