- ἀντι-κύρω
ἀντι-κύρω (s. κύρω, nur aor. I.), auf etwas treffen, begegnen, ζάλαις ἀντικύρσαντες Pind. Ol. 12, 12; πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσα Soph. O. C. 99. 1677; absolut, Phil. 541 u. Sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-κύρω (s. κύρω, nur aor. I.), auf etwas treffen, begegnen, ζάλαις ἀντικύρσαντες Pind. Ol. 12, 12; πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσα Soph. O. C. 99. 1677; absolut, Phil. 541 u. Sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποκυρούμαι — όομαι, ΜΑ (δ. γρφ.) επικυρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυρῶ, οῦμαι (< κύριος). Ο τ. αποτελεί δ. γρφ. αντί τού ἐπικυροῦμαι] … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek