- ἀντι-φύλαξ
ἀντι-φύλαξ, ακος, ὁ, feindlicher Wachtposten, Luc. conscr. hist. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-φύλαξ, ακος, ὁ, feindlicher Wachtposten, Luc. conscr. hist. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek