τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
ευτενής — εὐτενής, ές (Α) 1. εύτονος* (πιθ. αντί τού εὐγενής στον Θεόφρ.) 2. (για πέτρες) επιγρ. τετραγωνισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. εκ τενής, ευθυ τενής] … Dictionary of Greek
οξύτονος — η, ο (ΑΜ ὀξύτονος, ον) 1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.) 2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο 2. το ουδ. ως ουσ. τό ὀξύτονον (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.… … Dictionary of Greek
τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου … Dictionary of Greek
ταναήκης — τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α 1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός 2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα ήκης (αντί *ταναο ήκης, με σίγηση τού ο , πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek