- ἀντι-πολέμιος
ἀντι-πολέμιος, entgegenkämpfend, Feind, Her. 4, 134. 140 l. d.; Thuc. 3, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-πολέμιος, entgegenkämpfend, Feind, Her. 4, 134. 140 l. d.; Thuc. 3, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολέμιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, Είναι ένας από τους 300 μάρτυρες και όσιους που μαρτύρησαν στην Κύπρο. * * * α, ο / πολέμιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
υάλιος — Α (κατά το λεξ. Σούδα) πολέμιος καὶ ἐνυάλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί τού τ. ἐνυάλιος] … Dictionary of Greek