- ἀντι-ποθέω
ἀντι-ποθέω (s. ποϑέω), dagegen verlangen, wieder lieben, Xen. Mem. 2, 6, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-ποθέω (s. ποϑέω), dagegen verlangen, wieder lieben, Xen. Mem. 2, 6, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek