- ἀντι-παρα-δίδωμι
ἀντι-παρα-δίδωμι (s. δίδωμι), dagegen überliefern, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-παρα-δίδωμι (s. δίδωμι), dagegen überliefern, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek