- ἀντι-παρ-εις-ρέω
ἀντι-παρ-εις-ρέω (ῥέω), dagegen einfließen, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-παρ-εις-ρέω (ῥέω), dagegen einfließen, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… … Dictionary of Greek