ὀμπνιακός, = ὄμπνιος, ὀμπνιακῶν χαρίτων ἡδύτερον τρίβολον, Tull. Gem. 7 (IX, 707).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομπνιακός — ὀμπνιακός, ή, όν (Α) [όμπνη] όμπνιος* … Dictionary of Greek
ὀμπνιακῶν — ὀμπνιακός fem gen pl ὀμπνιακός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομπνικός — ὀμπνικός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. ομπνιακός … Dictionary of Greek