- ἀμπελίς
ἀμπελίς, ίδος, ἡ, 1) dasselbe, Ar. Ach. 959. – 2) ein Vogel, Ar. Av. 304, vgl. ἀμπελίων. – 3) Bei Opp. Ix. 2, 7 ein Meergewächs.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμπελίς, ίδος, ἡ, 1) dasselbe, Ar. Ach. 959. – 2) ein Vogel, Ar. Av. 304, vgl. ἀμπελίων. – 3) Bei Opp. Ix. 2, 7 ein Meergewächs.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμπελίς — young vine fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελίς — ( ίδος), η (Α ἀμπελίς) 1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι 2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή] … Dictionary of Greek
ἀμπελί — ἀμπελίς young vine fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελίδας — ἀμπελίς young vine fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελίδες — ἀμπελίς young vine fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελίδι — ἀμπελίς young vine fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελίδος — ἀμπελίς young vine fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελίδα — Πτηνό της οικογένειας των αμπελιδών, της τάξης των στρουθιομόρφων, που ζει σε μικρές ομάδες στις δασώδεις περιοχές των βόρειων χωρών της Ευρώπης και της Ασίας. Επιστημονικά λέγεται αμπελίς ή βομβυκίλλη η φλύαρος.Στο κεφάλι της έχει ένα… … Dictionary of Greek
Αμπελιδίδες — ή Αμπελίδες, οι Βοτ. οικογένεια Δικοτυλήδονων φυτών τής τάξης τών Ραμνωδών, που περιλαμβάνει θάμνους ή μικρά δέντρα αναρριχώμενα, με έλικες απλές ή διακλαδισμένες, περιελισσόμενες ή με απτικούς δίσκους και διαταγμένες αντίθετα στα φύλλα, τα οποία … Dictionary of Greek
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
μυιοθηρίδες ή μουσκικαπίδες — (muscicapidae). Οικογένεια στρουθιόμορφων πουλιών, που ζουν στην Ευρώπη αλλά πολύ αφθονότερα στις τροπικές περιοχές, στην Ασία και τη Μαλαισία. Έχουν μικρό μέγεθος, πλατύ ράμφος με μικρές γύρω τρίχες και τρέφονται με έντομα που τα πιάνουν στο… … Dictionary of Greek