ὀψι-βλαστής

ὀψι-βλαστής

ὀψι-βλαστής, ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch ὀψίβλαστος u. im compar. ὀψιβλαστότερος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωϊβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που βλαστάνει νωρίς, πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής, παλιμ βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • παλιμβλαστής — παλιμβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • οψιβλαστής — ὀψιβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει αργά, καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. ὀψέ) + βλαστής (< βλαστάνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”