ἀ-χάριστος

ἀ-χάριστος

ἀ-χάριστος, 1) unangenehm, mißfällig, Od. 8, 236 οὐκ ἀχάριστα μεϑ' ἡμῖν ταῠτ' ἀγορεύεις, sehr angenehm, Homerisch; οὐκ ἀχάριστα λέγεις, = χαρίεντα, Xen. An. 2, 1, 13, ironisch = εὐήϑη; ἀχαριστότερον ἐπιμέλημα Oec. 7, 37, etwas unangenehm; adv. μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Isocr. 1, 31, auf unfreundliche Weise. – 2) undankbar, von Her. 1, 90 an nicht selten; οὐ χάριν ἔχει Arist. rhetor. 8, 7; adv. ἀχαρίστως, ἀποπέμψασϑαι εὐεργέτας, ungedankt, ungelohnt, Xen. An. 7, 7, 23; οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχει πρὸς ὑμῶν, ihr wißt mir Dank dafür, 2, 3, 18; ἀχαρίστως ἕπεσϑαι Xen. Cyr. 7, 4, 14, ungern folgen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… …   Dictionary of Greek

  • περιχάριστος — ον, Μ εύθυμος, χαρούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαριστος (< χαρίζω), πρβλ. ευ χάριστος] …   Dictionary of Greek

  • χαρίστιος — ον, Α 1. χαριστήριος* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστια οικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ.… …   Dictionary of Greek

  • χαριστώ — έω, Α κάνω χάρη, ευνοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου *χαριστός (πρβλ. εὐχάριστος: εὐχαριστῶ)] …   Dictionary of Greek

  • χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”