ἀ-χανής

ἀ-χανής

ἀ-χανής, ές (χαίνω), 1) den Mund nicht öffnend, geschlossen, Theophr.; vor Staunen nicht redend, stumm, neben ἄφωνος Hegesipp. bei Ath. VII, 290 d; Pol. 7, 17 u. öfter; Luc. Icarom. 33. – 2) mit α euphon., nach den Alten intensiv., weit gähnend, bes. Sp., πέλαγος Plut. Alex. 31 u. oft, wie χώρα, στράτευμα, πεδίον; εἰς ἀχανές, ins Weite, in die Ferne, Arist. Meteorl. 1, 3, 16. Nach B. A. p. 28 brauchte es Soph. frg. 852 = μὴ ἔχων στέγην ἢ ὄροφον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάνης — ο, Ν βλ. χαν …   Dictionary of Greek

  • χάνῃς — χάσκω yawn aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρυχανής — εὐρυχανής, ές (ΑΜ) ο πολύ ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χανής (< χάνος «στόμα, φάρυγγας»), πρβλ. α χανής, ημι χανής] …   Dictionary of Greek

  • ημιχανής — ἡμιχανής, ές (Α) ανοιχτός κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χανης (< χάνος, το, «στόμα»), πρβλ. α χανής, ευρυ χανής] …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • αειχανής — ἀειχανής, ές (Μ) αυτός που πάντοτε χάσκει, που παραμένει πάντα ανοιχτός (για τους βυθούς τής αβύσσου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χανὴς < χάνος, το (= ανοικτό στόμα, άνοιγμα) ή από το ἔχανον, αόρ. β τού χάσκω] …   Dictionary of Greek

  • ακροχανής — ἀκροχανής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που χάσκει, που έχει ορθάνοιχτο το άκρο, το κεφάλι «ἀκροχανές... δέρμα λέοντος» (Ανθ. Παλ. 6, 57). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χανὴς < ἔχανον, < χαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αρτιχανής — ἀρτιχανής, ές (Α) αυτός που άνοιξε τώρα μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + χανής < χαν , έχανον (αόρ. β του χαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • χαν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”