παυστήρ

παυστήρ

παυστήρ, ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παυστήρ — one who stops masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυστῆρ' — παυστῆρα , παυστήρ one who stops masc acc sg παυστῆρι , παυστήρ one who stops masc dat sg παυστῆρε , παυστήρ one who stops masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • παυστῆρα — παυστήρ one who stops masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυστῆρι — παυστήρ one who stops masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύστωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που σταματάει ή διώχνει κάτι, που ανακουφίζει από κάτι, ο παυστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού παυστήρ] …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • καταπαυστήριον — καταπαυστήριον, τὸ (Α) (ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)] …   Dictionary of Greek

  • παυστήριος — ον, Α [παυστήρ] 1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῑβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα β) εμπόδιο, φραγμός 3. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”