ἀ-φειδής

ἀ-φειδής

ἀ-φειδής, ές (φείδομαι), 1) nicht schonend, nicht sparend, τινός Aesch. Ag. 188; τοῦ βίου Arist. Eth. 4, 3; vgl. τοῖς δὲ ἀφειδὴς ὁ κατάπλους ἐγίγνετο, sie landeten, ohne sich zu schonen, Thuc. 4, 26; freigebig, Plut. Aem. P. 4; nicht achtend, δείματος, ohne Furcht, Ap. Rh. 4. 1252; keine Mühe sparend, keine Arbeit scheuend, ἀφειδῶς ἑαυτὸν εἰς τὰ πράγματα διδούς Dem. 18, 88, wie ἀφειδῶς ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον 11, 2; aber auch = streng, hart, schonungslos, ἀφειδέστερον κολάζειν ἢ οἱ δεσπόται Xen. Cyr. 4, 2, 47; so bes. Sp., ἀφειδῶς χρῆσϑαί τινι Plut.; κολάζειν, ἀναιρεῖν, Herodian. 3, 4. 8, 13. – 2) nicht gespart, reichlich, Callim. Cer. 128; ἀναλώματα Herodian. 2, 7. – Adv. ἀφειδῶς, ion. ἀφειδέως, z. B. διδόναι, reichlich geben, Her. 1, 163; φονεύω, schonungslos, 9, 39; ἀφειδῶς ἔχειν τινός, etwas nicht sparen. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυφειδής — ές, Μ εξαιρετικά φειδωλός, οικονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φειδής (< φείδομαι), πρβλ. βιο φειδής] …   Dictionary of Greek

  • αφειδής — ές (AM ἀφειδής, ές) Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος 2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος II. επίρρ. αφειδώς 1. χωρίς φειδώ, απλόχερα 2. αλύπητα, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • φειδώς — ἡ, ΜΑ φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι, πιθ. αναλογικά προς το αἰδώς. Εάν, ωστόσο, ο τ. φειδώς είναι αρχ., τότε το σιγμόληκτο αυτό θ. μπορεί να ερμηνεύσει τα σύνθ. σε φειδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”