- ἀ-φερέ-πονος
ἀ-φερέ-πονος, Anstrengung nicht ertragend, Schol. Ap. Rh. 1, 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φερέ-πονος, Anstrengung nicht ertragend, Schol. Ap. Rh. 1, 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek