- παταγμός
παταγμός, ὁ, der Schlag, Rhett. III, 520, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παταγμός, ὁ, der Schlag, Rhett. III, 520, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παταγμός — ὁ, Α [πατάσσω] χτύπημα («κρουσμὸν μετώπου καὶ παταγμὸν στήθους», Νείλ.) … Dictionary of Greek