- πατρώζω
πατρώζω, = πατριάζω, B. A. 59, 12 τὰ τοῠ πατρὸς ἐργάζεσϑαι u. sonst τὰ τοῠ πατρὸς φωνεῖν erkl., Philostr. u. a. Sp., wie Hdn. 1, 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρώζω, = πατριάζω, B. A. 59, 12 τὰ τοῠ πατρὸς ἐργάζεσϑαι u. sonst τὰ τοῠ πατρὸς φωνεῖν erkl., Philostr. u. a. Sp., wie Hdn. 1, 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρώζω — και πατρώζω Α βλ. πατριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός κατά το μητρῴζω] … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek