- πατρώϊος
πατρώϊος, ion. u. ep. statt πατρῷος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρώϊος, ion. u. ep. statt πατρῷος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρώιος — πατρώϊος , πατρώιος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρώιος — ον, και η, ον, Α βλ. πατρῷος … Dictionary of Greek
πατρῶιος — πατρῷος , πατρῷος of masc nom sg πατρῷος , πατρῷος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρώι' — πατρώϊα , πατρώιος neut nom/voc/acc pl πατρώϊε , πατρώιος masc voc sg πατρώϊαι , πατρώιος fem nom/voc pl πατρῴ̱ᾱͅ , πατρῷος of fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρώος — α, ο / πατρῷος, α, ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, η, ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και πατρούεος, ον, ΝΜΑ ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
πατρωίας — πατρωΐᾱς , πατρώιος fem acc pl πατρωΐᾱς , πατρώιος fem gen sg (attic doric aeolic) πατρωΐᾱς , πατρῷος of fem acc pl (ionic) πατρωΐᾱς , πατρῷος of fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρωίων — πατρωΐων , πατρώιος fem gen pl πατρωΐων , πατρώιος masc/neut gen pl πατρωΐων , πατρῷος of fem gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/neut gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/fem/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῳ/ων — πατρωΐων , πατρώιος fem gen pl πατρωΐων , πατρώιος masc/neut gen pl πατρωΐων , πατρῷος of fem gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/neut gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/fem/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρώιον — πατρώϊον , πατρώιος masc acc sg πατρώϊον , πατρώιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρούεος — α, ον, Α (επιγρ. Θεσσ.) βλ. πατρώιος, πατρῷος … Dictionary of Greek
προσγραφή — ἡ, ΜΑ [προσγράφω] η αναγραφή τού ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί τής υπογεγραμμένης, όπως λ.χ. πατρώϊος αντί πατρῷος αρχ. προσθήκη σε επιγραφή … Dictionary of Greek