- πατρί-ληκτος
πατρί-ληκτος, vom Vater ererbt, B. A. 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρί-ληκτος, vom Vater ererbt, B. A. 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρίληκτος — ον, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ οὐσία ἡ πατρική καὶ ἀπὸ τοῡ πατρὸς εἰλημμένη κλήρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρί, δοτ. τού πατήρ + ληκτος (< λαγχάνω, πρβλ. μέλλ. λήξομαι, αόρ. ἐ λήχ θην)] … Dictionary of Greek