πατρίς

πατρίς

πατρίς, ίδος, ἡ, eigtl. fem. zu πάτριος, vaterländlisch; bes. πατρὶς γαῖα, αἶα, ἄρουρα, vaterländische Erde, vaterländisches Gefilde, häufig bei Hom.; doch läßt auch er schon das subst. dabei weg und braucht πατρίς allein als ein solches, wie πάτρα, Vaterland, Heimath, Il. 5, 213 Od. 9, 34 u. sonst; so Pind. Ol. 10, 32 u. Tragg., z. B. Aesch. Pers. 403; Soph. Ai. 515; Eur. Hec. 905; in Prosa sehr gewöhnlich, Her. 3, 140, Plat. Polit. 308 a u. Redner. Sprichwörtlich πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ, Ar. Plut. 1151, ubi bene, ibi patria. Bei Sp. auch = Vaterstadt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατρίς — of one s fathers fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. — πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. См. Отчизна там, где любят нас …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πατρίς — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Hμαθίας. Βρίσκεται στα βόρεια της Βέροιας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). II Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. Aξιολογότερη ήταν η καθημερινή εφημερίδα που εκδόθηκε το 1891 στο Βουκουρέστι από… …   Dictionary of Greek

  • Λουμούμπα, Πατρίς Εμερζί — (Patrice Emergy Lumumba, Οναλούα, Βελγικό Κονγκό 1925 – Κατάνγκα, Κονγκό 1961). Κονγκολέζος πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Κονγκό [σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό] (Ιούνιος Σεπτέμβριος 1960). Καταγόταν από τη φυλή… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Μαόν, Μαρί Εντμέ Πατρίς Μορίς — (Marie Edme Patrice Maurice MacMahon, Σιλί 1808 – Σατό ντε Λα Φορέ, Λουάρ 1893). Γάλλος στρατάρχης και πολιτικός, πρόεδρος της Γαλλίας (1873 79). Πέρασε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας στην Αλγερία, αλλά το 1855 τοποθετήθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • πατρίδα — πατρίς of one s fathers fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδας — πατρίς of one s fathers fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδες — πατρίς of one s fathers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδι — πατρίς of one s fathers fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδος — πατρίς of one s fathers fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδων — πατρίς of one s fathers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”