ἀ-σθενής

ἀ-σθενής

ἀ-σθενής, ές (σϑένος), kraftlos, schwach, χρώς Pind. P. 1, 55; Tragg. u. häufig in Prosa; unvermögend, arm, Ggstz πλούσιος Eur. Suppl. 433. 435; χρήμασι ἀσϑενέστεροι Her. 2. 88; καὶ πένητες Plat. Rep. II, 364 a; Πυϑαγόρας, Ἑλλήνων οὐκ ἀσϑενέστατος σοφιστής Her. 4, 95; καὶ ὀλίγοι Plat. Rep. IX, 571 b; der Ggstz ist gew. ἰσχυρός; auch niedrig, unbedeutend, Xen. Mem. 3, 7, 5; ἐν τῷ ἀσϑενεστάτῳ εἶναι, sehr geschwächt sein. Thuc. 3, 52; adv. ἀσϑενῶς, Plat.; διακεῖσϑαι Poll. 1, 19, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σθενής — Α [σθένος] (κατά τον Ησύχ.) «ἰσχυρός, κρατερός» …   Dictionary of Greek

  • ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …   Dictionary of Greek

  • θεοσθενής — θεοσθενής, ές (Μ) αυτός που παίρνει ισχύ από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ισο σθενής] …   Dictionary of Greek

  • ισοσθενής — ές (ΑΜ ἰσοσθενής, ές) αυτός που έχει ίσο σθένος, ίση δύναμη, ο ισοδύναμος («πενίαν ἰσοσθενῆ πλούτῳ ποιεῑν», Δημόκρ.). επίρρ... ἰσοσθενῶς (Α) με ισοσθενή, ισοδύναμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγαλο σθενής, ολιγο… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] …   Dictionary of Greek

  • μεγασθενής — (4ος αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος. Ο βασιλιάς Σέλευκος ο Νικάτωρ τον έστειλε πρεσβευτή στον Ινδό βασιλιά Σανδρόκοττο. Ο Μ. έμεινε αρκετό καιρό στο παλάτι του τελευταίου στον Γάγγη και έγραψε ένα βιβλίο για τις Ινδίες, τα Ινδικά. Μία περίληψη των… …   Dictionary of Greek

  • πυρισθενής — και πυροσθενής, ές, ΜΑ αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιά («πυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, μεγα σθενής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοσθενής — ὀλιγοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. ευρυ σθενής] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοσθενής — ὁμοιοσθενής, ές (Μ) αυτός που έχει το ίδιο σθένος, δηλαδή την ίδια δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] …   Dictionary of Greek

  • ομοσθενής — ὁμοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο σθένος την ίδια ισχύ, ίση δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] …   Dictionary of Greek

  • πανσθενής — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) ή επί Μαξιμιανού (286 305), μαζί με άλλους τριάντα έξι μάρτυρες στη Βιζύη ή στη Φιλιππούπολη. Είναι γνωστοί ως οι τριάκοντα επτά μάρτυρες οι εν Βιζύη (AZ’). Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”