- ἀ-σείρωτος
ἀ-σείρωτος, nicht mit Seilen versehen, ὄχημα Eur. Ion. 1165, der zweispännige Wagen der Nacht, der keine ἵπποι σειραφόροι hat, sondern nur zwei unterm Joch gehende.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-σείρωτος, nicht mit Seilen versehen, ὄχημα Eur. Ion. 1165, der zweispännige Wagen der Nacht, der keine ἵπποι σειραφόροι hat, sondern nur zwei unterm Joch gehende.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειρωτός — ή, όν, Α [σειρῶ (Ι)] δεμένος με σχοινί … Dictionary of Greek
ασείρωτος — ἀσείρωτος, ον (Α) (για όχημα) αυτό το οποίο τραβούν δύο μόνο άλογα (ζύγιοι ίπποι) δεμένα στον ζυγό, χωρίς τα δύο βοηθητικά («σειραφόρους ίππους») που ήταν δεμένα με σχοινί ή λουρί στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σειρωτός < σειρώ ( όω) <… … Dictionary of Greek