πατρο-κτόνος

πατρο-κτόνος

πατρο-κτόνος, den Vater mordend, tödtend; Aesch. Spt. 734 Ch. 968; μίασμα, Befleckung, Sünde des Vatermords, 1024, wie δίκη aus Soph. citirt B. A. 128, 3; Soph. O. R. 1288 u. Folgde; ungew. χεὶρ πατροκτόνος, des Vaters mordende Hand, Eur. I. T. 1083. – Πατρόκτονος würde »vom Vater getödtet« heißen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος …   Dictionary of Greek

  • ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ιερακοκτόνος — ἱερακοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος)] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκτόνος — ο (Μ ἱεροκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • κυνοκτόνος — κυνοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει σκύλους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκτόνον το φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μοιχοκτόνος — μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μητροκτόνος — ο (Α μητροκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη μητέρα του, ο μητραλοίας αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητροκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτονος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • προφητοκτόνος — ὁ, ΜΑ ο φονιάς τών προφητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • πτωχοκτόνος — ον, Μ ο φονέας τών φτωχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • σωματοκτόνος — ον, Μ αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • φθοροκτόνος — ον, Μ εκκλ. (για την ημέρα τής Ανάστασης) αυτός που αίρει, εξαφανίζει τη φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”