ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος … Dictionary of Greek
ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
ιερακοκτόνος — ἱερακοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος)] … Dictionary of Greek
ιεροκτόνος — ο (Μ ἱεροκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
κυνοκτόνος — κυνοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει σκύλους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκτόνον το φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
μοιχοκτόνος — μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
μητροκτόνος — ο (Α μητροκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη μητέρα του, ο μητραλοίας αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητροκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτονος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
προφητοκτόνος — ὁ, ΜΑ ο φονιάς τών προφητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
πτωχοκτόνος — ον, Μ ο φονέας τών φτωχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
σωματοκτόνος — ον, Μ αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
φθοροκτόνος — ον, Μ εκκλ. (για την ημέρα τής Ανάστασης) αυτός που αίρει, εξαφανίζει τη φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek