ἀσκός

ἀσκός

ἀσκός, , 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον οἶνον, ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔϑηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Thierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρϑαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῠ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁσκός — ἀσκός , ἀσκός skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκός — skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • Ασκός — Sp Ãskas Ap Ασκός/Askos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ασκός — ο 1. δέρμα ζώου που αποσπάστηκε ακέριο και το οποίο χρησιμοποιείται, με κατάλληλη επεξεργασία, για την τοποθέτηση ή μεταφορά νερού, λαδιού, τυριού κτλ.: Άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και ξεχύθηκαν ορμητικοί οι άνεμοι. 2. κάθε κύστη από δέρμα ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλοϋμενικός — Ασκός με δύο τοιχώματα, ένα εσωτερικό ελαστικό και ένα εξωτερικό σκληρό. Ασκούς αυτού του είδους διαθέτουν οι ασκομύκητες …   Dictionary of Greek

  • ἀσκούς — ἀσκός skin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκῷ — ἀσκός skin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκόν — ἀσκός skin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аскомицеты — ? Аскомицеты …   Википедия

  • Ascvs — ASCVS, i, Gr. Ἀσκὸς, ου, ein Riese, welcher mit dem Lykurgus den Bacchus band, und in einen Fluß warf, den aber Mercurius wieder los machete, und dargegen dem Askus die Haut abzog, und einen Weinschlauch daraus machete; daher auch hernach ἀσκὸς,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”