- ἀ-σύλ-ληπτος
ἀ-σύλ-ληπτος, nicht zu fassen, unbegreiflich, Sp.; nicht empfangend, nicht schwanger werdend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-σύλ-ληπτος, nicht zu fassen, unbegreiflich, Sp.; nicht empfangend, nicht schwanger werdend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσύλληπτος — εὐσύλληπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός 2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ ληπτος (< συλ… … Dictionary of Greek