- ἀ-σύμ-μικτος
ἀ-σύμ-μικτος, unvermischt, unvereinbar, D. Hal. C. V. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-σύμ-μικτος, unvermischt, unvereinbar, D. Hal. C. V. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιγής — μιγής, ές (Α) μικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ αποκοπήν τού β συνθετικού από σύνθ. σε μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek