ἀ-σφαλής

ἀ-σφαλής

ἀ-σφαλής, ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅϑι φασὶ ϑεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; βάϑρον πολίων Ol. 13, 6; ἕρκος Aesch. Pers. 341; βούλευμα Ag. 1320; μοῖρα 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, βάσις ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; ὄχημα Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν παϑεῖν Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν παϑεῖν 8, 7, 27; καὶ βέβαιος Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. ῥήτωρ, überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως δίφρον ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως ϑέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως ϑέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευϑῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωϑήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα εἰδέναι Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφαλῆς — σφάλλω make to fall fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλῇς — σφάλλω make to fall aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλῃς — σφάλλω make to fall aor subj act 2nd sg σφά̱λῃς , σφάλλω make to fall aor subj act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλῆις — σφαλῇς , σφάλλω make to fall aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… …   Dictionary of Greek

  • ερισφαλής — ἐρισφαλής, ές (Μ) επισφαλής, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + σφαλής (< σφάλλω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α σφαλής, επι σφαλής)] …   Dictionary of Greek

  • μεθυσφαλής — μεθυσφαλής, ές (ΑM) 1. αυτός που παραπατά από το μεθύσι 2. (για λαγήνι) αυτός που προκαλεί κλονισμό με το κρασί («λάγυνε μεθυσφαλές», Μάρκ. Αργεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. αρι σφαλής, δομο σφαλής] …   Dictionary of Greek

  • νοοσφαλής — νοοσφαλής, ές (Α) αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο σφαλής, μεθυ σφαλής] …   Dictionary of Greek

  • σφάλος — τό, ΝΑ σφάλμα, λάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σφάλλω. Αμφίβολη ωστόσο θεωρείται η μαρτυρία τού αρχ. σφάλος (πρβλ. τα σύνθ. σε σφαλής: α σφαλής, επι σφαλής) …   Dictionary of Greek

  • παρασφαλής — ές, Α (για ανθρώπους) ο μη σταθερός, ο σφαλερός, ο ακροσφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. επι σφαλής] …   Dictionary of Greek

  • ακροσφαλής — ές (Α ἀκροσφαλής) αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”