- πατριῶτις
πατριῶτις, ἡ, fem. von πατριώτης; π. γῆ = πατρίς, Eur. Heracl. 755; π. στολή ist Landestracht, Luc. scyth. 3; φωνή, D. C. 39, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατριῶτις, ἡ, fem. von πατριώτης; π. γῆ = πατρίς, Eur. Heracl. 755; π. στολή ist Landestracht, Luc. scyth. 3; φωνή, D. C. 39, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατριῶτις — one s own country s fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώτις — ἡ, Α βλ. πατριώτης … Dictionary of Greek
πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… … Dictionary of Greek
Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη … Dictionary of Greek
πατριώτιδα — πατριώ̱τιδα , πατριῶτις one s own country s fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώτιδος — πατριώ̱τιδος , πατριῶτις one s own country s fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)