- πατρι-άρχης
πατρι-άρχης, ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρι-άρχης, ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωδιάρχης — ζῳδιάρχης, ὁ (Α) ζωδιοκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + αρχης (< άρχω), πρβλ. πατρι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
κοινοτάρχης — ο ο πρόεδρος τής κοινότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινότης + άρχης (< ἄρ χω), πρβλ. γεν άρχης, πατρι άρχης] … Dictionary of Greek
Council of Constantinople (360) — Further information: Council of Rimini and Council of Seleucia In 359, the Roman Emperor Constantius II requested a church council, at Constantinople, of both the eastern and western bishops, to resolve the split at the Council of… … Wikipedia
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
μητριαρχία — Όρος που χαρακτηρίζει γενικά έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο η γυναίκα κατέχει σημαντικότερη θέση από τον άντρα. Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία της μ. ως πρώτης μορφής οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν ο Ελβετός νομικός… … Dictionary of Greek
υιαρχία — ἡ, Α η εξουσία τού υιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + αρχία (< άρχης* < άρχω), πρβλ. πατρι αρχία] … Dictionary of Greek