πατριά

πατριά

πατριά, , Abkunft, Abstammung, Geschlecht, bes. von väterlicher Seite, Her. 2, 143. 3, 75, der dafür 2, 146 γένεσις braucht. – Geschlecht, Stamm, Familie, Sp., bes. LXX. u. N. T. – Auch eine auf alter Familienverbindung beruhende Abtheilung im Volke, Kaste, Volksstamm, Her. 1, 200. Vgl. πάτρα und φρατρία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατριά — πατριά̱ , πατριά lineage fem nom/voc/acc dual (ionic) πατριά̱ , πατριά lineage fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρία — πατρίᾱ , πάτριος of fem nom/voc/acc dual πατρίᾱ , πάτριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριᾷ — πατριά lineage fem dat sg (attic doric ionic aeolic) πατριάζω take after one s father fut ind mid 2nd sg (epic) πατριάζω take after one s father fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίᾳ — πατρίᾱͅ , πάτριος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριά — Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

  • πάτρια — τα 1. αυτά που κληρονομούνται από τους προγόνους, τα προγονικά. 2. τα ήθη, έθιμα, παραδόσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατριά — η τα μέλη ομάδας που έχουν τον ίδιο πρόγονο, τον ίδιο προπάτορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάτρια — πάτριος of neut nom/voc/acc pl πάτριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριᾶς — πατριά lineage fem gen sg (attic doric ionic aeolic) πατριᾶ̱ς , πατριάζω take after one s father fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριάν — πατριά̱ν , πατριά lineage fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριάς — πατριά̱ς , πατριά lineage fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”